- προσωπολήπτης
- προσωπολήπτηςrespecter of personsmasc nom sgπροσωποληπτέωto be a respecter of personsimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσωπολήπτης — ο, ΝΜΑ μεροληπτικός («οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. δωρο λήπτης] … Dictionary of Greek
προσωποληπτῶν — προσωπολήπτης respecter of persons masc gen pl προσωποληπτέω to be a respecter of persons pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωπολῆπται — προσωπολήπτης respecter of persons masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωπολήπτην — προσωπολήπτης respecter of persons masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωπολήπτας — προσωπολήπτᾱς , προσωπολήπτης respecter of persons masc acc pl προσωπολήπτᾱς , προσωπολήπτης respecter of persons masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωποληπτώ — προσωποληπτῶ, έω, ΝΜΑ [προσωπολήπτης] έχω χαριστική διάθεση απέναντι σε ένα άτομο, μεροληπτώ («εἰ δὲ προσωποληπτεῑτε, ἁμαρτίαν ἐργάζεσθε», ΚΔ) … Dictionary of Greek
προσωποληψία — η, ΝΜΑ [προσωπολήπτης] χαριστική διάθεση απέναντι σε κάποιον, μεροληψία … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
ԱԿՆԱՌՈՒ — (ի, աց.) NBH 1 0025 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 13c ա. προσωπολήπτης qui personas accipit Աչառօղ. ... *Ծանիցես՝ թէ Աստուած ակնառու չէ: Չէ (կամ ոչ է) ակնառու Աստուած. Ոսկ. ՟ա. թես. եւ Ոսկ. ես.: Գէ. ես.: *Զծերն եւ զակնառուն:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)